απόσωσμα

απόσωσμα
τό
1) заканчивайте, завершение;

πάνω στ' απόσωσμα — в момент окончания;

2) отстой, остаток;
3) последний ребёнок, последыш

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "απόσωσμα" в других словарях:

  • απόσωσμα — το (Μ ἀπόσωσμα) ό,τι προσθέτει κανείς νεοελλ. 1. η συμπλήρωση, η ολοκλήρωση μιας εργασίας 2. η άκρη ενός πράγματος 3. το τελευταίο παιδί, το στερνογένι 4. ό,τι έχει απομείνει από ποσότητα υγρού, κυρίως κρασιού μσν. φτάσιμο, άφιξη …   Dictionary of Greek

  • απόσωσμα — το, ατος το αποτέλειωμα, το τελευταίο μέρος από ένα πράγμα: Ήρθες πάνω στ απόσωσμα του θέρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σώσμα — το το τελευταίο κρασί του βαρελιού, το απόσωσμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»